- ραντιστός
- -ή, -ό, Ν [ραντίζω]αυτός που γίνεται με ράντισμα.επίρρ...ραντιστά Νμε ράντισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραντιστά — Ν επίρρ. βλ. ραντιστός … Dictionary of Greek
ψιχαλιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που πέφτει κατά συνεχείς σταγόνες, ο ραντιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)